οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(I)
ἐπουρῶ, -έω (Α)
ουρώ, κατουρώ κάποιον.
(II)
ἐπουρῶ, -όω (Α)
ταξιδεύω με ούριο άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρόω, -ώ «πλέω με ευνοϊκό άνεμο»].