αξιοποιώ
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Greek Monolingual
(-έω)
1. με κατάλληλες ενέργειες χρησιμοποιώ τις ικανότητες και δυνατότητες προσώπου, ομάδας, θεσμού κ.λπ. αναδεικνύοντας την αξία τους
2. (για περιοχή) καθιστώ κατάλληλη για εκμετάλλευση.