εργατιά

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

και εργατεία, η (AM ἐργατεία) εργάτης
εργασία, μόχθος
νεοελλ.
οι εργάτες, το σύνολο τών εργατών
μσν.
καταναγκαστική εργασία, αγγαρεία.