ερημοχάρακον

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ἐρημοχάρακον, τὸ (Μ)
έρημος βράχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + χαράκι].