τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one
ἐρητύω και δωρ. ἐρατύω (Α)1. αναστέλλω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, καταπνίγω2. κρατώ μακριά, απομακρύνω από κάτι, αποτρέπω3. (με απρμφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. από κάποιο ουσ. σε -τυς ( ερη-τυς)].