ερητύω

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

ἐρητύω και δωρ. ἐρατύω (Α)
1. αναστέλλω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, καταπνίγω
2. κρατώ μακριά, απομακρύνω από κάτι, αποτρέπω
3. (με απρμφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. από κάποιο ουσ. σε -τυς ( ερη-τυς)].