ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
-ες (AM ἐριώδης, -ες, Α και ιων. εἰριώδης, -ες) έριον1. ο γεμάτος μαλλιά, ο μαλλωτός2. ο όμοιος με μαλλί («τρίχα κάτωθεν ἐριώδη», Ιπποκρ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο εριώδηςγένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας τών κηβιδών.