ερπετόμορφος
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑρπετόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή ερπετού, ο ερπετοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + -μορφος (< μορφή)]·