ερπετόμορφος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑρπετόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή ερπετού, ο ερπετοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + -μορφος (< μορφή)]·