γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ἐρυσίπτολις, ὁ, ἡ (AM)ο προστάτης της πόληςαρχ.επίθ. της Αθηνάς («Ἀθηναίη ἐρυσίπτολι», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (II) + πτόλις, επικ. χ. αντί πόλις.