ερυσίχθων

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

ἐρυσίχθων, -ον (Α)
(για βόδι που οργώνει) αυτός που κάνει αυλάκια στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- < ερύω (I) (πρβλ. βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.) + χθων «γη»].