ερυσιβώδης

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

Greek Monolingual

-ες (AM ἐρυσιβώδης, -ες) ερυσίβη
1. αυτός που πάσχει από ερυσίβη («ερυσιβώδη άνθη»)
2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» — για σκληρώτια του μήκυτα laviceps purpurea.