Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make
ἑτερώνιος, -ον (Μ)αυτός που είναι κτήμα, ιδιοκτησία άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτερος + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος (πρβλ. αλλώνιος)].