ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
εὐήρατος, -ον (Α)πολύ αγαπητός, αξιέραστος («εὐήρατοι σταθμοί», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερατός «αγαπητός» (< έραμαι «αγαπώ»). Το η λόγω της συνθέσεως].