εὐήρατος
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
εὐήρατον, (ἔραμαι) lovely, σταθμοί Pi.O.5.9; φιλοφροσύναι ib. 6.98; κάλλος Telest.1.6.
German (Pape)
[Seite 1067] liebenswürdig, σταθμοί, φιλοφροσύναι, ῥίζα χθονός, Pind. Ol. 5, 9. 6, 98 P. 9, 8; κάλλος Telest. bei Ath. XIV, 617 a.
Russian (Dvoretsky)
εὐήρᾰτος: нежно любимый, милый Pind.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήρατος: -ον, (ἔραμαι) λίαν ἠγαπημένος, ἀξιέραστος, Πινδ. Ο. 5. 21., 6. 165, Τελέστης 1. 7. - εὐάρατος δὲν εἶναι ἐν χρήσει.
English (Slater)
εὐήρᾰτος, -ον well loved ἵκων δ' Οἰνομάου καὶ Πέλοπος παῤ εὐηράτων σταθμῶν (O. 5.9) σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις (O. 6.98) ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον (i. e. Λιβύαν) (P. 9.8) εὐηρ[ατ (supp. Blass) ?fr. 333a. 14.
Greek Monolingual
εὐήρατος, -ον (Α)
πολύ αγαπητός, αξιέραστος («εὐήρατοι σταθμοί», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερατός «αγαπητός» (< έραμαι «αγαπώ»). Το η λόγω της συνθέσεως].
Translations
lovely
Bulgarian: възхитителен, очарователен; Catalan: encantador; Czech: líbezný; Danish: dejlig, yndig; Dutch: liefelijk, lieflijk, beminnelijk; Esperanto: aminda, bela; Faroese: deiligur; Finnish: suloinen, viehättävä, miellyttävä; Galician: adorábel; Georgian: მშვენიერი, ტურფა, საუცხოო, საყვარელი, მომხიბლავი, მიმზიდველი, სასიამოვნო, სანდომიანი, წარმტაცი, თვალწარმტაცი; German: lieblich, liebreizend, herrlich, schön; Greek: ωραίος, ευχάριστος; Ancient Greek: ἀξιέραστος, ἐπαφρόδιτος, ἐπέραστος, ἐπήρατος, ἐραννός, ἐράσμιος, ἐρατεινός, ἐρατός, ἐρόεις, εὐήρατος, εὐπρεπής, ἱμερόεις, ἱμερτός, λαρός, χαρίεις, χαρίεν, χαρίεσσα; Italian: bello, magnifico; Japanese: 綺麗; Latin: amabilis, venustus; Latvian: mīlīgs; Middle English: wlonk, lefly, lovely, lovesom; Norwegian Bokmål: deilig, vakker; Old English: lēoflīċ; Plautdietsch: schmock, scheen; Portuguese: adorável, amável, querido; Russian: восхитительный; Sanskrit: गूर्त, मञ्जु; Swedish: vacker, härlig; Ukrainian: чудовий; Vietnamese: dễ thương; Welsh: hyfryd