ευδόκιμος

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδόκιμος, -ον) ευδοκώ
αυτός που επιτυγχάνει σε κάτι, ο επιτυχής, ο αποτελεσματικός («ευδόκιμη υπηρεσία»)
αρχ.
ευυπόληπτος, ένδοξος, τιμημένος («εὐδοκίμους στρατιάς», Αισχύλ.).
επίρρ...
ευδοκίμως (Α εὐδοκίμως)
με ευδόκιμο τρόπο, με επιτυχία.