ευυπόληπτος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐυπόληπτος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει καλή υπόληψη, καλή εκτίμηση στην κοινωνία, ο αξιότιμοςευυπόληπτος έμπορος»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπόληπτον
η καλή υπόληψη, αξιοπρέπεια
μσν.-αρχ.
αυτός που παρασύρεται εύκολα («τὸ ἄχυρον εὐυπόληπτον ὀνομάζων, ἄνδρα δὲ εἰδότα μυστηριάζεσθαι ἀχύρου εὐυποληπτοτέρου παροιμιαζόμενος», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που περιβάλλεται εύκολα, που περιφράσσεται εύκολα.
επίρρ...
εὐυπόληπτα (Μ)
με καλή πρόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπο-ληπτος (< υπο-λαμβάνω)].