ευρύτιμος

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source

Greek Monolingual

εὐρύτιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμάται παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. ερίτιμος, ομότιμος].