εὐρύτιμος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
[ῠ], ον<, honoured far and wide, Ζεύς Pi.O.1.42.
German (Pape)
[Seite 1096] weit u. breit verehrt, Ζεύς Pind. Ol. 1, 42.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
honoré au loin.
Étymologie: εὐρύς, τιμή.
Russian (Dvoretsky)
εὐρύτῑμος: далеко чтимый (Ζεύς Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύτῑμος: -ον, λίαν τετιμημένος, ὁ μεγάλως πανταχοῦ τιμώμενος, Ζεὺς Πινδ. Ο. 1. 67.
English (Slater)
εὐρῠτῑμος widely honoured εὐρυτίμου Διὸς (O. 1.42)
Greek Monolingual
εὐρύτιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμάται παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. ερίτιμος, ομότιμος].
Greek Monotonic
εὐρύτῑμος: -ον (τιμή), πολυτιμημένος, αυτός που τιμάται σε μεγάλο βαθμό, σε Πίνδ.