ευτραπελία

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source

Greek Monolingual

η (Α εὐτραπελία) ευτράπελος
το ήθος, η ιδιότητα του ευτράπελου, αστειότητα, αστεϊσμός, φιλοπαιγμοσύνη, ειρωνική διάθεση ή έκφραση, χιούμορ
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ εὐτραπελίαι
η ευθυμία, οι αστειότητες
2. (με κακή σημ.) βωμολοχία.