οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
η (AM ἀστειότης)
η ιδιότητα του αστείου
νεοελλ.
αστείος, όχι σοβαρός λόγος ή ενέργεια
μσν.-αρχ.
1. η ευγένεια, η ευπρέπεια, η ανωτερότητα
2. η ομορφιά, η λεπτότητα.