ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ἐφημερόβιος, -ον (Α)αυτός που ζει μέρα με τη μέρα, με το εισόδημα της ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος + βίος.