εφορεύω
From LSJ
ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
(ΑΜ ἐφορεύω) έφορος
εφορώ, επιβλέπω κάτι, εποπτεύω, επιτηρώ, επιστατώ
νεοελλ.
1. εκτελώ καθήκοντα εφόρου, είμαι έφορος
μσν.
εκκλ. εκτελώ χρέη επισκόπου
αρχ.
(στη Σπάρτη) είμαι έφορος ή αναπληρωτής εφόρου.