Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(ΑΜ ἐφορεύω) έφορος
εφορώ, επιβλέπω κάτι, εποπτεύω, επιτηρώ, επιστατώ
νεοελλ.
1. εκτελώ καθήκοντα εφόρου, είμαι έφορος
μσν.
εκκλ. εκτελώ χρέη επισκόπου
αρχ.
(στη Σπάρτη) είμαι έφορος ή αναπληρωτής εφόρου.