εφτάκοιλος

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

και εφτάκυλος, -η, -ο
1. αυτός που καρπίζει, που καρποφορεί επτά φορές τον χρόνο
2. πολύ γόνιμος
3. το ουδ. ως ουσ. το εφτάκοιλο και εφτακοίλι
ποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μια φορά τον χρόνο (εφτά φορές, κατά τη λαϊκή παράδοση), αλλιώς συρίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + κοίλος (> κοιλία)].