εφτάψυχος

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και επτάψυχος, -η, -ο
1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στις ασθένειες και όλες τις κακουχίες, αυτός που δύσκολα υποκύπτει στον θάνατο, πολύ δυνατός (φρ. «οι γάτες είναι εφτάψυχες»)
2. άγρυπνος («τα μεγάλα μάτια εφτάψυχα εντός μου», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].