βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
ἐχέκολλος, -ον (Α)
1. γεμάτος κόλλα, κολλώδης, ρητινώδης («ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη», Θεόφρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐχέκολλον
η κόλλα.
επίρρ...
ἐχεκόλλως (Α)
κολλητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + κόλλα.