Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εχθροπάθεια
Greek Monolingual
η εχθρικό πάθος, εχθρική διάθεσηεναντίον κάποιου, ισχυρή ή έμμονη έχθρα, μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ.<εχθρός+ -παθεια (< -παθής< αόρ. έ-παθ-ον του πάσχω). Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι].