ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι → become a monkey instead of a lion
ηεχθρικό πάθος, εχθρική διάθεση εναντίον κάποιου, ισχυρή ή έμμονη έχθρα, μίσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -παθεια (< -παθής < αόρ. έ-παθ-ον του πάσχω). Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι].