οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
η
ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν διάφορα είδη, τα περισσότερα ωδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) + ψάλ-τρια, θηλ. του ψάλ-της (< ψάλλω)].