εύπρεπτος

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

εὔπρεπτος, -ον (Α)
επιφανής, ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρεπτός (< πρέπω)].