εύσιτος
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Greek Monolingual
εὔσιτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή όρεξη
2. αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να θρέψει εύκολα («εὔσιτον ζῷον», Φιλόστρ.)
3. αυτός που έχει καλό εφοδιασμό τροφίμων («εὔσιτοι κῶμαι», Φιλόστρ.)
4. εκείνος που διεγείρει την όρεξη, ο ορεκτικός
5. αυτός που έχει καλό κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σίτος «σιτάρι, τροφή»].