εὔσιτος

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσῑτος Medium diacritics: εὔσιτος Low diacritics: εύσιτος Capitals: ΕΥΣΙΤΟΣ
Transliteration A: eúsitos Transliteration B: eusitos Transliteration C: eysitos Beta Code: eu)/sitos

English (LSJ)

εὔσιτον,
A with good appetite, Hp.Coac.124; εὔ. πολλῶν σιτίων Aret.SD1.16.
2 easy to feed, ζῷον Philostr.VA 1.41.
3 well-provided with food, κῶμαι ib.1.21.
II producing a hearty appetite, εὔσιτον οἱ πόνοι Ruf. ap. Orib.inc.6.33: Comp. and Sup., Id.ib.7.26.77, 5.11.3.
III = εὔκριθος (q.v.), Sch.Theoc.7.34.

German (Pape)

[Seite 1097] gut, mit Appetit essend, Hippocr.; Philostr. vrbdt εὔσ. καὶ δεινὸς φαγεῖν. – Mit gutem Getreide, Schol. Theocr. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσῑτος: -ον, ἔχων καλὴν ὄρεξιν, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 135· εὔσ. πολλῶν σιτίων Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 16. ΙΙ. ἔχων καλὸν σῖτον, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 34.

Greek Monolingual

εὔσιτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή όρεξη
2. αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να θρέψει εύκολα («εὔσιτον ζῷον», Φιλόστρ.)
3. αυτός που έχει καλό εφοδιασμό τροφίμων («εὔσιτοι κῶμαι», Φιλόστρ.)
4. εκείνος που διεγείρει την όρεξη, ο ορεκτικός
5. αυτός που έχει καλό κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σίτος «σιτάρι, τροφή»].