εἰκαθεῖν
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
inf. of aor. εἴκαθον, from εἴκω yield; subj. εἰκάθω S.OT651 (lyr.), Ph.1352; inf. εἰκαθεῖν Id.El.396, Ant.1096; part. εἰκαθών Id.Tr.1177. Cf. παρ-, ὑπ-εικαθεῖν.
Spanish (DGE)
(εἰκᾰθεῖν)
• Morfología: [sólo aor. rad.-tem.; tard. poét. pres. 3a plu. εἰκαθέουσι Gr.Naz.M.37.1502]
ceder, someterse ἀλλ' εἰκάθω δῆτ'; S.Ph.1352, τό τ' εἰκαθεῖν γὰρ δεινόν S.Ant.1096, cf. A.R.2.790, c. dat. τοῖς κρατοῦσι δ' εἰκαθεῖν ceder ante los poderosos S.El.396, τί σοι θέλεις δῆτ' εἰκάθω; S.OT 651, οὔτε κεν ... πυρὶ εἰκάθοι ni siquiera ante el fuego cedería A.R.3.849, cf. Nonn.D.1.219, Gr.Naz.l.c., c. ac. int. τάδ' εἰκαθεῖν ceder en eso S.OC 1178, c. dat. y gen. βίῃ καὶ χερσὶν ὁ μὲν Κρόνῳ εἴκαθε τιμῆς, ἡ δὲ Ῥέῃ bajo la fuerza de sus brazos, el uno cedió en su autoridad ante Crono y la otra ante Rea A.R.1.505.
Russian (Dvoretsky)
εἰκᾰθεῖν: или εἰκάθειν Soph. inf. aor. 2 к εἴκω II.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαθεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἐπεκταθένος ἀορ. εἴκαθον, ἐκ τοῦ ῥήμ. εἴκω, ὑποχωρῶ, ὑπείχω, (διότι δὲν ὑπάρχει ἐνεστὼς εἰκάθω, πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 186, Ellendt Λεξ. Σοφ.· ἴδε τὰς λέξεις ἀμυναθεῖν, διωκαθεῖν, κτλ.)· ὑποτακτ. εἰκάθω Σοφ. Ο. Τ. 650, Φ. 1352· ἀπαρ. εἰκαθεῖν ὁ αὐτ. Ἠλ. 396, Ἀντ. 1096· μετοχ. εἰκαθὼν ὁ αὐτ. Τρ. 1177. - Πρβλ. παρ-, ὑπεικαθεῖν, καὶ ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Τ. 650.
Greek Monotonic
εἰκᾰθεῖν: απαρ. του εἴκαθον, ποιητ. αόρ. βʹ του εἴκω, παραχωρώ, σε Σοφ.