εἴληφα

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

French (Bailly abrégé)

pf. de λαμβάνω.

Spanish (DGE)

v. λαμβάνω.

Greek Monotonic

εἴληφα: εἴλημμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

εἴληφα: pf. к λαμβάνω.