εἴσπνευσις
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
-εως, ἡ, inhalation, opp. ἔκπνευσις, Arist.Ph.243b26.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
inspiración de aire op. ἔκπνευσις Arist.Ph.243b12, cf. Mich.in PA 97.9, in PN 114.6.
Russian (Dvoretsky)
εἴσπνευσις: εως ἡ вдыхание, вдох Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσπνευσις: -εως, ἡ, ἡ εἰσπνοή, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἔκπνευσις, παραφρ. Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 5.
Greek Monolingual
εἴσπνευσις, η (Α)
εισπνοή.