εἶκα

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

German (Pape)

[Seite 725] art. = ἔοικα, Eur., Ar.; – εἷκα, von ἵημι.

French (Bailly abrégé)

v. *εἴκω².

Russian (Dvoretsky)

εἶκα: и ἔοικα pf. к *εἴκω I.

Greek (Liddell-Scott)

εἶκα: Ἀττ. ἀντὶ ἔοικα, ἀλλά, ΙΙ. εἶκα, πρκμ. τοῦ ἵημι.

Greek Monotonic

εἶκα: Αττ. αντί ἔοικα· αλλά, II.εἷκα, παρακ. του ἵημι.