εὐγλωττέω
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
gloss on εὐστομέω, Thom.Mag.p.160 R.
German (Pape)
[Seite 1059] eine geläufige Zunge haben, fertig reden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγλωττέω: εἶμαι εὐφραδής, Θωμᾶς Μάγιστρ. 394, Ἐκκλ.