εὐδαιμονικῶς
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
French (Bailly abrégé)
adv.
heureusement.
Étymologie: εὐδαιμονικός.
Russian (Dvoretsky)
εὐδαιμονικῶς: счастливо, удачливо, успешно (πράττειν Arph.; διάγειν Xen.).