εὐθυφορία
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
ἡ, motion in a straight line, Arist. Ph.227b18.
German (Pape)
[Seite 1072] ἡ, Bewegung in gerader Richtung, Gegensatz κυκλοφορία, Arist. phys. ausc. 5, 4.
Russian (Dvoretsky)
εὐθῠφορία: ἡ прямолинейное движение Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυφορία: ἡ, κίνησις κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 3.