εὐμενῶς
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
French (Bailly abrégé)
adv.
avec bienveillance;
Cp. εὐμενέστερον ou εὐμενεστέρως.
Étymologie: εὐμενής.
Russian (Dvoretsky)
εὐμενῶς:
1 благожелательно, ласково (εὐ. καὶ ἀγαμένως Plat.; ἔχειν πρός τινα Plut.);
2 благосклонно, милостиво (διατεθῆναι πρός τινα Isocr.; ἀκούειν Plat.).