εὐπάροιστος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάροιστος: -ον, = εὐπαράφορος, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 35, 237· εὐμετακόμιστος, αὐτόθι 286. - Κατὰ Σουΐδ. «εὐπάροιστον· εὐπαράγωγον», πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.
εὐπάροιστος: -ον, = εὐπαράφορος, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 35, 237· εὐμετακόμιστος, αὐτόθι 286. - Κατὰ Σουΐδ. «εὐπάροιστον· εὐπαράγωγον», πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.