εὐπαράφορος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαράφορος Medium diacritics: εὐπαράφορος Low diacritics: ευπαράφορος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: euparáphoros Transliteration B: euparaphoros Transliteration C: efparaforos Beta Code: eu)para/foros

English (LSJ)

εὐπαράφορον, easily distracted, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1087] leicht außer sich geratend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαράφορος: -ον, εὐκόλως παραφερόμενος, ἐκτρεπόμενος, Κύριλλ. Ἀλ. 1. 141D, II. 529B, X. 344D: - «εὐπαράφοροι· ἐξεστηκότες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

εὐπαράφορος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτρέπεται, που παραστρατεί, που παρασύρεται εύκολα
2. συνεκδ. επιρρεπής σε ακρισία, σε μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρά-φορος].