εὐπαράφορος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
English (LSJ)
εὐπαράφορον, easily distracted, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1087] leicht außer sich geratend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράφορος: -ον, εὐκόλως παραφερόμενος, ἐκτρεπόμενος, Κύριλλ. Ἀλ. 1. 141D, II. 529B, X. 344D: - «εὐπαράφοροι· ἐξεστηκότες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
εὐπαράφορος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτρέπεται, που παραστρατεί, που παρασύρεται εύκολα
2. συνεκδ. επιρρεπής σε ακρισία, σε μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρά-φορος].