εὔγυιος
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
εὔγυιον, with fine limbs, stalwart, νέοι B.10.10.
Greek (Liddell-Scott)
εὔγυιος: -ον, ὁ ἔχων καλὰ μέλη τοῦ σώματος, ἢ καλὸν σῶμα, εὔρωστος, εὐγυίων... νέων Βακχυλ. XI. 11.
Greek Monolingual
εὔγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία μέλη του σώματος, ο εύρωστος («εὐγυίων... νέων», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γυίον «μέλος του σώματος»].