εὔγυιος

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔγυιος Medium diacritics: εὔγυιος Low diacritics: εύγυιος Capitals: ΕΥΓΥΙΟΣ
Transliteration A: eúgyios Transliteration B: euguios Transliteration C: eygyios Beta Code: eu)/guios

English (LSJ)

εὔγυιον, with fine limbs, stalwart, νέοι B.10.10.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγυιος: -ον, ὁ ἔχων καλὰ μέλη τοῦ σώματος, ἢ καλὸν σῶμα, εὔρωστος, εὐγυίων... νέων Βακχυλ. XI. 11.

Greek Monolingual

εὔγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία μέλη του σώματος, ο εύρωστος («εὐγυίων... νέων», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γυίον «μέλος του σώματος»].