ζαβρός

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαβρός Medium diacritics: ζαβρός Low diacritics: ζαβρός Capitals: ΖΑΒΡΟΣ
Transliteration A: zabrós Transliteration B: zabros Transliteration C: zavros Beta Code: zabro/s

English (LSJ)

ζαβρόν, for ζάβορος (?),= πολυφάγος, Hsch., Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1135] όν, VLL. πολυφάγος, also = ζάβορος. Vgl. auch λάβρος.

Greek (Liddell-Scott)

ζαβρός: -όν, ἀντὶ ζάβορος (;) = πολυφάγος, Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ζαβρός, -ὸν (Α)
(κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «πολυφάγος».