ζημιόψυχος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
English (LSJ)
damnatissimus, Glossaria.
Greek Monolingual
ζημιόψυχος, -ον (Α)
ο επιζήμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζημία + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].