ζυμωσιογόνος
From LSJ
Greek Monolingual
-ο
1. αυτός που προκαλεί ζύμωση
2. φρ. «ζυμωσιογόνος δύναμη» — η ικανότητα ενός μικροοργανισμού να παράγει ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμωση (-ις) + -γονος < γίγνομαι. Η λ. ζυμωσιογόνος (χωρίς συνδετικό φωνήεν) μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].