ζωγραφιστός
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
Greek Monolingual
και ζουγραφιστός, -ή, -ό ζωγραφίζω
1. ζωγραφισμένος, αυτός που έχει παρασταθεί με ζωγραφιά
2. αυτός που έχει ζωγραφιές, που είναι στολισμένος με ζωγραφιές
3. αυτός που είναι περίτεχνα ζωγραφισμένος, ο στολισμένος σαν ζωγραφικό έργο
4. μτφ. αυτός που είναι ωραίος σαν ζωγραφιά, ο πολύ ωραίος («πρόσωπο ζωγραφιστό»)
5. φρ. «ούτε ζωγραφιστό να μη σέ δω» — λέγεται για τους ανεπιθύμητους που ούτε την εικόνα τους δεν θέλει κάποιος να αντικρίσει.
επίρρ...
ζωγραφιστά
1. με ζωγραφιά, με ζωγραφικό τρόπο
2. περίτεχνα, με ωραία διακόσμηση.