ζωγραφιστός

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

και ζουγραφιστός, -ή, -ό ζωγραφίζω
1. ζωγραφισμένος, αυτός που έχει παρασταθεί με ζωγραφιά
2. αυτός που έχει ζωγραφιές, που είναι στολισμένος με ζωγραφιές
3. αυτός που είναι περίτεχνα ζωγραφισμένος, ο στολισμένος σαν ζωγραφικό έργο
4. μτφ. αυτός που είναι ωραίος σαν ζωγραφιά, ο πολύ ωραίοςπρόσωπο ζωγραφιστό»)
5. φρ. «ούτε ζωγραφιστό να μη σέ δω» — λέγεται για τους ανεπιθύμητους που ούτε την εικόνα τους δεν θέλει κάποιος να αντικρίσει.
επίρρ...
ζωγραφιστά
1. με ζωγραφιά, με ζωγραφικό τρόπο
2. περίτεχνα, με ωραία διακόσμηση.