ερωτοπάθεια

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἐρωτοπάθεια)
το να ερωτεύεται κάποιος με πάθος, η σφοδρή ερωτική επιθυμία
νεοελλ.
1. έντονη κλίση, διάθεση προς τον έρωτα
2. η παθολογική κατάσταση της ερωτομανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς συζητήσεων].