ζωνοφόρος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Full diacritics: ζωνοφόρος | Medium diacritics: ζωνοφόρος | Low diacritics: ζωνοφόρος | Capitals: ΖΩΝΟΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: zōnophóros | Transliteration B: zōnophoros | Transliteration C: zonoforos | Beta Code: zwnofo/ros |
ζωνοφόρον, wearing a belt, PRain.in Wiener Denkschr.42(2).4.
ο (Α ζωνοφόρος, -ον)
αυτός που φορά ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + -φορος (< φέρω)].