ζώωσις
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ζωόω) making alive, [Gal.]19.174.
German (Pape)
[Seite 1145] ἡ, das Lebendigmachen, Beleben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζώωσις: -εως, ἡ, (ζωόομαι) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα ζῶντα, ζωοποίησις, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ζώωσις, ἡ (AM) ζωώ
1. το να κάνει κανείς κάποιον ζωντανό, ζωοποίηση, ζωντάνευση, παροχή ζωής
2. η απόδοση στους αστέρες ονομάτων έμβιων όντων
μσν.
η ανάσταση.