ηεροφεγγής
From LSJ
Greek Monolingual
ἠεροφεγγής, -ές (Α)
ήεροφαής, αυτός που λάμπει στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαροφεγγής, χρυσοφεγγής].
ἠεροφεγγής, -ές (Α)
ήεροφαής, αυτός που λάμπει στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαροφεγγής, χρυσοφεγγής].