ηλόνυξη

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
(στα πεταλωμένα ζώα) ο τραυματισμός από τα καρφιά τών πετάλων στον ιστό του κάτω μέρους της οπλής τών αλόγων, καρφόπιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + νύξη «κέντρισμα»].