ημίδεσμος
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
ο
1. ψευδόδεσμος που χρησιμοποιείται για την ταχύτερη πρόσδεση του άκρου ενός καλωδίου σε ένα στερεό αντικείμενο
2. ναυτ. ναυτικός κόμβος που σχηματίζεται στην άκρη ενός σχοινιού με σκοπό τη γρήγορη κατασκευή μιας πρόχειρης θηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + δεσμός (< δέω [ΙΙ] «δένω»)].